μεταστατικῶς

μεταστατικῶς
μεταστατικός
connected with
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταστατικός — ή, ό (Α μεταστατικός, ή, όν) [μετάστατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάσταση νεοελλ. ιατρ. αυτός που οφείλεται στη μετάσταση ή αυτός που προέρχεται από μετάσταση (α. «μεταστατικός όγκος» β. «μεταστατικό απόστημα») αρχ. αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”